WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
arctic adj | informal, figurative (weather: cold, harsh) (μτφ: καιρός, έντονο ψύχος) | πολικός επίθ |
| | αρκτικός |
| I'm not going outside – it's bloody arctic out there! |
| Δε βγαίνω έξω με τίποτα, έχει πολικό κρύο! |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
Arctic adj | (from the Arctic region) | αρκτικός επίθ |
| | από την Αρκτική περίφρ |
| Arctic air will bring cooler temperatures this weekend. |
| Ο αρκτικός άνεμος θα φέρει ψυχρότερες θερμοκρασίες αυτό το σαββατοκύριακο. |
the Arctic n | (region near North Pole) | Αρκτική ουσ θηλ κύρ |
| Oil companies are now fighting over the Arctic. |
| Οι πετρελαϊκές εταιρίες μάχονται για την εκμετάλλευση της Αρκτικής. |
Arctic adj | (relating to the Arctic) | αρκτικός επίθ |
| | της Αρκτικής περίφρ |
| Scientists are studying changes in the Arctic ecosystem. |
| Οι επιστήμονες μελετούν τις αλλαγές στο οικοσύστημα της Αρκτικής. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: